κόκαλος

κόκαλος
και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος)
νεοελλ.
1. κόκαλο
2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι
νεοελλ.-μσν.
ισχίο
αρχ.
1. το κουκούτσι τού κουκουναριού
2. το κουκουνάρι
3. ο καρπός τού φυτού δαφνοειδές το κνίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα -αλος (πρβλ. διδάσκ-αλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόκκαλος — κόκκαλος, ὁ (AM) βλ. κόκαλος …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • χοντροκόκαλος — η, ο, Ν αυτός που έχει χοντρά κόκαλα, γερή σωματική κατασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + κόκαλο (πρβλ. σκληρο κόκαλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”